- επιδιαμενω
- ἐπιδιαμένωἐπι-διαμένωоставаться, сохраняться
(ἥ ψυχέ καὴ ἐπιδιαμένει καὴ μετεμβαίνει Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἥ ψυχέ καὴ ἐπιδιαμένει καὴ μετεμβαίνει Diog.L.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδιαμένω — ἐπιδιαμένω (Α) διαμένω εν συνεχεία κάπου αλλού … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek